- ἀπόνιμμα
- ἀπόνιμμαwater for purifying the deadneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόνιμμα — κ. νιψίδι, το (Α ἀπόνιμμα) νεοελλ. το νερό με το οποίο πλύθηκε κάποιος ή κάτι αρχ. νερό για τον καθαρισμό των χεριών … Dictionary of Greek
ἀπόνιμμ' — ἀπόνιμμα , ἀπόνιμμα water for purifying the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονίμματος — ἀπόνιμμα water for purifying the dead neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονιψίδι — το βλ. απόνιμμα … Dictionary of Greek